- βογκητό
- τοάναρθρη φωνή που οφείλεται σε πόνο, στεναγμός: Όλη τη νύχτα έβγαζε βογκητά από τον πόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
βογκηχτά — επίρρ. τροπ., με βογκητό, με στεναγμούς: Υπέφερε βογκηχτά, προσπαθώντας να πνίξει τον πόνο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόγκημα — το το βογκητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόγκος — ο ο στεναγμός, το βογκητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γογγυσμός — ο 1. το βογκητό, ο στεναγμός: Ο γογγυσμός του ακουγόταν σε όλο το σπίτι. 2. η διαμαρτυρία, το παράπονο, η γκρίνια: Παρά τους γογγυσμούς του λαού για τις αυξήσεις των τιμών, η κατάσταση δεν άλλαξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)